- νέκυος
- νέκυςcorpsemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόνεκυς — ἰσόνεκυς, νέκυος, ό, ἡ (Α) όμοιος με νεκρό, σαν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νέκυς «νεκρός»] … Dictionary of Greek
καίπερ — (AM καίπερ) (σύνδ. εναντ. συν. με μτχ.) αν και, μολονότι, καίτοι (α. «καίπερ χριστιανός, εμίσει... τους ομοθρήσκους του», Παπαδ. β. «καίπερ αὐθάδη φρονῶν», Αισχ. γ. «καὶ νέκυός περ ἐόντος» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο περ] … Dictionary of Greek
ՈՒՐՈՒԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0560 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա.գ. φανταστικός speciem meram habens ἵνδαλμα species, spectrum . Ի բառէս Ուրու. (ռմկ. րույ, իւրեա ). որպէս թէ երեւական. երեւութական ինչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)